-
1 λιθοβολος
I.ὅ1) метатель камней ( ручным способом), камнеметчик(λιθοβόλοι καὴ σφεδονῆται Thuc.)
2) камнеметательное орудие, камнемет(καταπέλται καὴ λιθοβόλοι Diod.)
II.2пролившийся от удара камня(δράκοντος αἷμα Eur.)
1 λιθοβολος
(λιθοβόλοι καὴ σφεδονῆται Thuc.)
(καταπέλται καὴ λιθοβόλοι Diod.)
(δράκοντος αἷμα Eur.)